- ξύνηβος
- σύνηβος , σύνηβοςyoung comrademasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύνηβος — ξύνηβος, ό, ἡ (Α) βλ. σύνηβος … Dictionary of Greek
ξυνήβιος — (Α) [ξύνηβος] (κατά τον Ησύχ.) «συμπότης, συνῆλιξ» … Dictionary of Greek
σύνηβος — και ξύνηβος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που είναι επίσης έφηβος 2. (κατ επέκτ.) συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηβος (< ἥβη «νεότητα, εφηβεία»), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek